- ἀναστρωπή
- ἀναστρωπήfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναστρωπή — ἀναστρωπή, η (Α) λέξη επινοημένη από τον Πλάτωνα (Κρατ., 409 c) για να εξηγήσει (παρετυμολογικά) το αστραπή … Dictionary of Greek